Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκ πλήρους

  • 1 πλήρους

    πλήρης
    full of: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric)
    πληρόω
    make full: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > πλήρους

  • 2 πλήρης

    πλήρης, ες (Aeschyl., Hdt.+).
    pert. to containing within itself all that it will hold, filled, full
    of things
    α. τινός with or of someth. (Diod S 2, 4, 2 λίμνη πλήρης ἰχθύων; Appian, Hann. 15 §66; PSI 422, 14 [III B.C.] ἡ γῆ ῥηγμῶν [fissures] πλ. ἐστίν; Num 7:26; Dt 6:11; Diog. L. 6, 37 πάντα ἐστὶ αὐτοῦ [= θεοῦ] πλήρη) baskets κλασμάτων πλ. full of pieces Mk 8:19; cp. 6:43 v.l. A vineyard βοτανῶν πλ. full of weeds Hs 5, 2, 3. Of a mountain ἀκανθῶν καὶ τριβόλων πλ. 9, 1, 5; πηγῶν πλ. vs. 8. Trees καρπῶν πλ. 9, 28, 1. πλήρης πᾶσα ἡ κτίσις τ. δόξης αὐτοῦ 1 Cl 34:6 (Is 6:3). εἰς συναγωγὴν πλήρη ἀνδρῶν δικαίων Hm 11:14.
    β. abs. ἑπτὰ σπυρίδες πλήρεις Mt 15:37; cp. 14:20 (GrBar 15:2 τἀ κανίσκια πλήρη). Of jars Hm 12, 5, 3ab.—ἐκ πλήρους (SIG 1104, 21 ἐποίησεν ἐκ πλήρους τὰ δίκαια; PTebt 106, 20 [II B.C.]; 281, 22; BGU 584, 6 and oft. in pap=‘in [the] full [amount]’. Acc. to CTurner, JTS 21, 1920, 198, note 1 this is a Latinism for ‘in pleno’) in full, in all fullness τι ἐκ πλ. Hv 2, 2, 6.
    of persons, w. gen. ἀνὴρ πλήρης λέπρας Lk 5:12 (=all covered w. it, as 4 Km 7:15; Is 1:15). Mostly full of a power, gift, feeling, characteristic quality, etc. (Eur., El. 384; Pla., Plt. 310d; Jos., Vi. 192 πλ. συνέσεως; Just., D. 93, 2.—Procop. Soph., Ep. 68 πλ. τοῦ θεοῦ) πλ. πνεύματος ἁγίου Lk 4:1; Ac 7:55. πλ. πνεύματος ἁγίου καὶ πίστεως 11:24; cp. 6:5. πλ. πνεύματος καὶ σοφίας vs. 3. πλ. χάριτος καὶ ἀληθείας J 1:14 (s. this entry, end). πλ. χάριτος καὶ δυνάμεως Ac 6:8. πλ. τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ MPol 7:3. πλ. ἔργων ἀγαθῶν rich in good deeds Ac 9:36. πάσης κακίας πλ. 1 Cl 45:7 (Maximus Tyr. 34, 3a πλ. κακῶν. Similarly Appian, Bell. Civ. 3, 19 §69, who calls the murderers of Caesar φόνου πλήρεις). πλ. παντὸς δόλου Ac 13:10 (πλήρης δόλου Sir 1:30; 19:26; Jer 5:27). γενόμενοι πλήρεις θυμοῦ 19:28 (cp. Petosiris, Fgm. 21, ln. 29 πλῆρες τὸ ἀγαθὸν γενήσεται). πλ. ἁμαρτιῶν (cp. Is 1:4) Hs 9, 23, 4. πλ. πάσης ἁπλότητος Hv 1, 2, 4.—Of a heart (cp. 2 Ch 15:17; 1 Esdr 1:21) πλ. εἰδωλολατρίας B 16:7.— Surfeited (with) πλ. εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων I am surfeited with whole burnt offerings B 2:5 (Is 1:11).
    pert. to being complete and w. nothing lacking, complete, full, in full (Hdt. et al.; LXX; AssMos Fgm. e, Denis p. 65) μισθὸς πλ. (X., An. 7, 5, 5; Ruth 2:12. πλ. is a favorite word in the pap for a sum that is complete) 2J 8. πλ. σῖτος fully ripened grain (cp. the ‘fully developed’ στάχυες Gen 41:7, 22, 24) Mk 4:28 v.l. (other mss. πλήρης σῖτον, πλήρη ς.). νηστεία πλ. a complete fast Hs 5, 1, 3. πλ. πνεύματος ἔκχυσις a full outpouring of the Spirit 1 Cl 2:2.—Of persons who are complete in a certain respect or who possess someth. fully πλ. ἔν τινι: ἐν τούτοις πλ. 2 Cl 16:4. πλ. ἐν τῇ πίστει Hm 5, 2, 1; 12, 5, 4.—In some of the passages already mentioned πλήρης is indecl., though never without v.l., and almost only when it is used w. a gen., corresponding to an Engl. expression such as ‘a work full of errors’: τὴν δόξαν αὐτοῦ … πλήρης (referring to αὐτοῦ) χάριτος καὶ ἀληθείας J 1:14 (cp. CTurner, JTS 1, 1900, 120ff; 561f). ἄνδρα πλήρης πίστεως Ac 6:5 (v.l. πλήρη). It is found as an itacistic v.l. in Mk 8:19; Ac 6:3, 5; 19:28, and without a gen. 2J 8 v.l. (s. N.25 app.). Examples of this use of πλήρης w. the gen. are found fr. the second century B.C., and fr. the first century A.D. on it is frequently found in colloq. H.Gk.: PLeid C II, 14 (160 B.C.). Wooden tablet fr. Egypt fr. the time of Augustus in RevArch 29, 1875, 233f=Sb 3553, 7; BGU 707, 15; POxy 237 IV, 14 (all three II A.D.); Mitt-Wilck. I/2, 499, 9 (II/III A.D.); En 21:7. S. the exx. in Crönert 179, 4 and also s. Mayser 63f (w. lit.); 297; Dssm., LO 99f (LAE 125ff); Thackeray 176f; Reinhold 53; Borger, GGA 139 (lit.); B-D-F §137, 1; Mlt. 50; Rob. 275f.—B. 931. Frisk. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πλήρης

  • 3 πλήρης

    πλήρης, ες, gen. εος, [var] contr. ους: [comp] Comp.
    A

    - έστερος Pl.Smp. 175d

    : [comp] Sup.

    - έστατος S.Ph. 1087

    (lyr.), etc.: ([etym.] πίμ-πλη-μι):
    I c. gen., full of,

    ἄστυ π. οἰκιέων Hdt.1.180

    ;

    φορμοὶ ψάμμου π. Id.8.71

    ;

    ὁμίχλα.. π. δακρύων A.Pr. 145

    (lyr.);

    πλῆρες ἄτης στέγος S.Aj. 307

    ;

    ποταμὸς π. ἰχθύων X.An.1.4.9

    ;

    π. μέλιτος τὸ καλὸν στόμα Theoc.1.146

    ;

    ταῦτα πάσης ἀλογίας π. Plb.1.15.6

    ; of persons,

    κενῶν δοξασμάτων π. E.El. 384

    ;

    αἰδοῦς π. ψυχή Pl.Plt. 310d

    .
    2 infected by, π. ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς polluted by birds and dogs with meat (torn from the body of Polynices), S.Ant. 1017; νόσου ib. 1052.
    3 satisfied, satiated, c. gen.,

    π. ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζεις Id.OC 778

    : c. part., θηεύμενοι ἔωσι π. they should have gazed their fill, Hdt.7.146.
    II less freq. c. dat., filled with,

    Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῦ π. πόλεις E. Ba.19

    .
    III abs., full, of a swollen stream, Hdt.2.92; of the moon, Sapph.53, Hdt.6.106;

    π. γαστήρ S.Fr. 848

    ;

    ὄγκος γαστρός Trag.Adesp.186

    ; κρατῆρες, δέπας, etc., E.Ba. 221, Hec. 527, etc.;

    κεχόρτασμαι.. οὐ κακῶς, ἀλλ' εἰμὶ π. Eub.30

    , cf. 53; full of people,

    ἐπειδὰν π. ᾖ τὸ θέατρον Isoc.8.82

    ;

    π. τὸ βαλανεῖον ποιεῖν Ar.Nu. 1054

    ;

    εἰ π. τύχοι ὁ δῆμος ὤν Id.Ec.95

    , cf. X.Ath.2.17;

    ἡ βουλὴ ἐπειδὴ ἦν π. And. 1.112

    ;

    ἐπειδὰν πάντα π. ᾖ τὰ δικαστήρια Arist.Ath.66.1

    , cf. IG12.41.5;

    ἐπειδὴ π. αὐτοῖς ἦσαν αἱ νῆες

    fully manned,

    Th.1.29

    , cf. X.HG2.1.28, D.50.32; of persons, satisfied, gorged, opp. κενός, X.Oec.11.18, etc.; τὸ π., opp. τὸ κενόν, Leucipp. and Democr. ap. Arist.Metaph. 985b5.
    2 full, complete,

    ἐπειρώτων.. εἰ λελάβηκε πλήρεα.. τὰ ἀκροθίνια Hdt.8.122

    ;

    ὡς ἂν τὴν χάριν πλήρη λάβω E.Hel. 1411

    , cf. PGiss. 40ii6 (iii A. D.); - εστάτη οἰκειότης fullest intimacy, Epicur.Sent.40;

    φέρων π. τὸν μισθόν X.An.7.5.5

    ; -εστάτῳ δικαίῳ, = Lat. optimo jure, PFlor.66.3 (iv A. D.); of numbers or periods of Time, τέσσερα ἔτεα π. four full years, Hdt.7.20.
    3 solid, whole, of a voting-pebble ([etym.] ψῆφος), opp. τετρυπημένος, τρυπητός, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1;

    π. ὁπλαί Poll.1.191

    ;

    αὔλημα Id.4.73

    ;

    ἄγαλμα.. ἐποίησε πλῆρες Paus.9.12.4

    .
    4 of sound, full,

    πληρέστερον μέλος Iamb.VP14.65

    .
    5 of wine, full-bodied, with a persistent flavour, Archig. ap. Gal.8.945; of the pulse, Id.ib.678; of wool, Id.ib.672.
    6 ἐκ πλήρους fully,

    ποιεῖν τὰ δίκαια IG22.1343.21

    ; in full,

    τὰ ἐκφόρια κομίσασθαι PTeb.105.47

    (ii B. C.), etc.
    IV πλήρης is used indecl. in later Greek, esp. of payments in full, Wilcken Chr.499.9 (ii/iii A. D.), etc.; freq. v.l. in LXX, Ge.27.27, Nu.7.20, Jb.21.24,al.
    V Adv.

    πλήρως

    in full,

    Sammelb.4652.2

    (iv A. D.): [comp] Sup.

    - έστατα Iamb.Protr. 21

    .κγ'.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλήρης

См. также в других словарях:

  • πλήρους — πλήρης full of masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) πληρόω make full imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»